Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καπνομαντεία οι καπνομαντείες
      γενική της καπνομαντείας των καπνομαντειών
    αιτιατική την καπνομαντεία τις καπνομαντείες
     κλητική καπνομαντεία καπνομαντείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καπνομαντεία < καπν(ός) + -ο- + -μαντεία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καπνομαντεία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία