Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεκρομαντείο τα νεκρομαντεία
      γενική του νεκρομαντείου των νεκρομαντείων
    αιτιατική το νεκρομαντείο τα νεκρομαντεία
     κλητική νεκρομαντείο νεκρομαντεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεκρομαντείο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεκρομαντείο ουδέτερο

  • μαντείο της αρχαιότητας όπου υποτίθεται ότι συναντιόταν κανείς με τις ψυχές των νεκρών και μαθαινε το μέλλον

  Μεταφράσεις επεξεργασία