λάτρις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | λάτρις | οἱ/αἱ | λάτριες |
γενική | τοῦ/τῆς | λάτριος | τῶν | λατρίων |
δοτική | τῷ/τῇ | λάτριῐ | τοῖς/ταῖς | λάτριῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν/τὴν | λάτριν | τοὺς/τὰς | λάτριᾰς |
κλητική ὦ! | λάτρι & λάτρις |
λάτριες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λάτριε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λατρίοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'λάτρις' όπως «λάτρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λάτρις < λάτρον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *leh₁y (παρέχω, κατέχω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλάτρις αρσενικό ή θηλυκό και ως επίθετο
Σημειώσεις
επεξεργασία- ο πληθυντικός λάτριες όπως ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Λ
- το θέμα λατριδ-, γενική λάτριδος όπως στις παρατηρήσεις «Περί των ΙΣ» του ⌘ Χοιροβοσκού ( @books.google)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- και στην καθαρεύουσα: λάτρις: η λάτρισσα, θηλυκό του λάτρης
Πηγές
επεξεργασία- λάτρις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λάτρις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.