adorateur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- adorateur < εκκλησιαστική λατινική adorator
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adorateur | adorateurs |
θηλυκό | adoratrice | adoratrices |
adorateur (fr)
- ο λάτρης (μιας θεότητας)
- ερωτευμένος με πάθος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη adorer