μοιρολατρικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαμοιρολατρικά < μοιρολατρικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαμοιρολατρικά
- με μορολατρικό τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μοιρολατρικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμοιρολατρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μοιρολατρικό