fatalisme
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- fatalisme < fatal
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fa.ta.lism/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fatalisme | fatalismes |
fatalisme (fr) αρσενικό
- ο φαταλισμός, η μοιρολατρία
ενικός | πληθυντικός |
fatalisme | fatalismes |
fatalisme (fr) αρσενικό