Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φαταλιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φαταλιστικ
ός
η
φαταλιστικ
ή
το
φαταλιστικ
ό
γενική
του
φαταλιστικ
ού
της
φαταλιστικ
ής
του
φαταλιστικ
ού
αιτιατική
τον
φαταλιστικ
ό
τη
φαταλιστικ
ή
το
φαταλιστικ
ό
κλητική
φαταλιστικ
έ
φαταλιστικ
ή
φαταλιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φαταλιστικ
οί
οι
φαταλιστικ
ές
τα
φαταλιστικ
ά
γενική
των
φαταλιστικ
ών
των
φαταλιστικ
ών
των
φαταλιστικ
ών
αιτιατική
τους
φαταλιστικ
ούς
τις
φαταλιστικ
ές
τα
φαταλιστικ
ά
κλητική
φαταλιστικ
οί
φαταλιστικ
ές
φαταλιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φαταλιστικός
<
φαταλιστής
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
φαταλιστικός
μοιρολατρικός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
φαταλισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φαταλιστικός
→
δείτε
τη λέξη
μοιρολατρικός