Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μοιροκρατία οι μοιροκρατίες
      γενική της μοιροκρατίας των μοιροκρατιών
    αιτιατική τη μοιροκρατία τις μοιροκρατίες
     κλητική μοιροκρατία μοιροκρατίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μοιροκρατία < μοίρ(α) + -ο- + -κρατία, (μαρτυρείται από το 1889)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.ɾo.kɾaˈti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μοι‐ρο‐κρα‐τί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μοιροκρατία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)