Δείτε επίσης: μεμψιμοιρῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεμψιμοιρώ < ελληνιστική κοινή μεμψιμοιρέω / μεμψιμοιρῶ < μεμψίμοιρος

μεμψιμοιρώ

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία