Ετυμολογία

επεξεργασία

γκρινιάζω ( & γρινιάζω)

  1. παραπονιέμαι διαρκώς ή πάντως παραπάνω από το μέσο όρο
    • διαμαρτύρομαι για κάτι συγκεκριμένο, δυσανασχετώ με μουρμούρα, όχι επιθετικά και άμεσα, αλλά προσπαθώ να αλλάξω κάτι με το οποίο διαφωνώ χρησιμοποιώντας ως όπλο τη γρίνα μου
    • παραπονιέμαι επίμονα
      Ζεσταίνονται σε ίδια φωτιά / Στρώνονται στα χαστούκια / Γκρινιάζουν και ανασταίνονται (Γεώργιος Σαραντάρης, Οι Έλληνες, 1939)

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία