αμοίραστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμοίραστος < μεσαιωνική ελληνική αμοίραστος < α- + μοιράζω + -τος
Επίθετο
επεξεργασίααμοίραστος, -η, -ο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αμοίραστος