indivisible
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαindivisible (en) (χωρίς παραθετικά)
- αδιαίρετος, αδιαχώριστος, που δεν έχει διαχωριστεί ή που δεν μπορεί να διαχωριστεί
- ⮡ The Holy Trinity is consubstantial and indivisible.
- Η Αγία Τριάδα είναι ομοούσια και αδιαίρετη.
- ⮡ The folk song must be examined as an indivisible unit of music, dance, and poetry.
- Το δημοτικό τραγούδι πρέπει να εξεταστεί ως μία αδιαίρετη ενότητα μουσικής, χορού και ποίησης.
- ⮡ an indivisible plot/field/whole - αδιαχώριστο οικόπεδο/χωράφι/σύνολο
- ⮡ The Holy Trinity is consubstantial and indivisible.
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
indivisible | indivisibles |
indivisible (fr) αρσενικό ή θηλυκό