Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μοιρασμένος η μοιρασμένη το μοιρασμένο
      γενική του μοιρασμένου της μοιρασμένης του μοιρασμένου
    αιτιατική τον μοιρασμένο τη μοιρασμένη το μοιρασμένο
     κλητική μοιρασμένε μοιρασμένη μοιρασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μοιρασμένοι οι μοιρασμένες τα μοιρασμένα
      γενική των μοιρασμένων των μοιρασμένων των μοιρασμένων
    αιτιατική τους μοιρασμένους τις μοιρασμένες τα μοιρασμένα
     κλητική μοιρασμένοι μοιρασμένες μοιρασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μοιρασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μοιράζω

  Μετοχή επεξεργασία

μοιρασμένος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία