μοιρασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μοιρασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μοιράζω
Μετοχή επεξεργασία
μοιρασμένος, -η, -ο
- που έχει μοιραστεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μοιρασμένος
|
μοιρασμένος, -η, -ο
|