Μοῖρα
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Μοῖρᾱ | αἱ | Μοῖραι |
γενική | τῆς | Μοῖρᾱς | τῶν | Μοιρῶν |
δοτική | τῇ | Μοῖρᾳ | ταῖς | Μοῖραις |
αιτιατική | τὴν | Μοῖρᾱν | τὰς | Μοῖρᾱς |
κλητική ὦ! | Μοῖρᾱ | Μοῖραι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Μοῖρᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Μοῖραιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μοῖρα: → δείτε τη λέξη μοῖρα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μοῖρα, -ας θηλυκό
- (θεωνύμιο, ελληνική μυθολογία) η προσωποποίηση της μοίρας, του πεπρωμένου, στον Όμηρο και στον Ησίοδο
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 49, επίσης: 24 (Ω), στίχ. 209, 4 (Δ. Ὁρκίων σύγχυσις. Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις.), στίχ. 517, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 119
- ※ 7ος↑ αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 217 , επίσης 905
- καί Μοίρας καὶ Κῆρας ἐγείνατο νηλεοποίνους, Κλωθώ τε Λάχεσίν τε καὶ Ἄτροπον, αἵτε βροτοῖσι γεινομένοισι διδοῦσιν ἔχειν ἀγαθόν τε κακόν τε, αἵτ᾽ ἀνδρῶν τε θεῶν τε παραιβασίας ἐφέπουσιν
- Γέννησε και τις Μοίρες και τις Κήρες που τιμωρούνε ανελέητα, [την Κλωθώ, τη Λάχεση και την Άτροπο, που δίνουν στους θνητούς όταν γεννιούνται το καλό και το κακό,]
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- καί Μοίρας καὶ Κῆρας ἐγείνατο νηλεοποίνους, Κλωθώ τε Λάχεσίν τε καὶ Ἄτροπον, αἵτε βροτοῖσι γεινομένοισι διδοῦσιν ἔχειν ἀγαθόν τε κακόν τε, αἵτ᾽ ἀνδρῶν τε θεῶν τε παραιβασίας ἐφέπουσιν
- και στον πληθυντικό Μοῖραι: συνώνυμο του Ἐρινύες
Δείτε επίσης επεξεργασία
και
Πηγές επεξεργασία
- μοῖρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Μοῖρα, μοῖρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.