Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Κλωθώ
      γενική της Κλωθώς
Κλωθούς
    αιτιατική την Κλωθώ
     κλητική Κλωθώ
Η γενική ενικού -ούς είναι λόγια, αρχαιόπρεπη.
Κατηγορία όπως «ηχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κλωθώ < αρχαία ελληνική Κλωθώ

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κλωθώ θηλυκό



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
και σπάνια
ονομαστική Κλωθώ αἱ Κλῶθες
      γενική τῆς Κλωθοῦς
      δοτική τῇ Κλωθοῖ
    αιτιατική τὴν Κλωθώ
     κλητική ! Κλωθοῖ
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κλωθώ < κλώθ(ω) +

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κλωθώ θηλυκό, μόνο στον ενικό αλλά και πληθυντικός Κλῶθες
  1. γυναικείο όνομα
  2. αυτή που κλώθει
  3. (ελληνική μυθολογία) η μία από τις τρεις Μοίρες, αυτή που γνέθει τη μοίρα του ανθρώπου, κόρη του Δία και της Νύχτας ή της Θέμιδος.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία