ενικός         πληθυντικός  
degree degrees

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

degree (en)

  1. ο βαθμός μιας κλίμακας μέτρησης, πχ Κελσίου
    ⮡  ten degrees below zero/above zero - δέκα βαθμοί υπό το μηδέν/πάνω από το μηδέν
  2. (γεωμετρία) η μοίρα, το 1/360 του κύκλου
    ⮡  The right-angled triangle has a ninety degree angle.
    Το ορθογώνιο τρίγωνο έχει μία γωνία ενενήντα μοιρών.
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο βαθμός, η έκταση που έχει πάρει ένα φαινόμενο
    ⮡  the degree of confidence/certainty - ο βαθμός εμπιστοσύνης/ακρίβειας
    ⮡  She has a high degree of intelligence.
    Έχει υψηλό βαθμό ευφυΐας.
    ⮡  We have reached a high degree of efficiency.
    Φτάσαμε σε υψηλό βαθμό αποδοτικότητας.
  4. το πτυχίο πανεπιστημιακό
    ⮡  I have a degree in history.
    Έχω πτυχίο στην Ιστορία.
  5. ο βαθμός, ένα επίπεδο σε μια κλίμακα του πόσο σοβαρό είναι κάτι
    ⮡  first-/third-degree burns - εγκαύματα πρώτου/τρίτου βαθμού
  6. (βάσεις δεδομένων) ο βαθμός σχέσης ή πίνακα[1]
    Συνώνυμο: arity
    Συγγενικό: cardinality

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 45, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04