arity
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
arity | arities |
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
arity (en)
- (λογική, μαθηματικά, επιστήμη υπολογιστών) τάξη[1] ( ή βαθμός[2]) συνάρτησης, πράξης ή κατηγορήματος
- (βάσεις δεδομένων) ο βαθμός σχέσης ή πίνακα[3]
- ≈ συνώνυμα: degree
- συγγενικό: cardinality
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- arity στην αγγλική Βικιπαίδεια
Επεξεργασία
- ↑ «Τεχνικές λογικού προγραμματισμού», σελ. 307, από repository.kallipos.gr. Πρόσβαση:2019-11-18
- ↑ «Λογικός και συναρτησιακός προγραμματισμός», σελ. 222, από repository.kallipos.gr. Πρόσβαση:2019-11-18
- ↑ Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 45, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04