Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλομοίρης η καλομοίρα το καλομοίρικο
      γενική του καλομοίρη της καλομοίρας του καλομοίρικου
    αιτιατική τον καλομοίρη την καλομοίρα το καλομοίρικο
     κλητική καλομοίρη καλομοίρα καλομοίρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλομοίρηδες οι καλομοίρες τα καλομοίρικα
      γενική των καλομοίρηδων των καλομοίρικων
    αιτιατική τους καλομοίρηδες τις καλομοίρες τα καλομοίρικα
     κλητική καλομοίρηδες καλομοίρες καλομοίρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλομοίρης < μεσαιωνική ελληνική καλομοίρης < αρχαία ελληνική καλός + μοῖρα

  Επίθετο επεξεργασία

καλομοίρης

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

καλομοίρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας