αδερφομοιράδι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αδερφομοιράδι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) το μερίδιο από την περιουσία της οικογένειας ή την κληρονομιά που παίρνει ο κάθε αδελφός
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αδερφομοιράδι