Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμοιρολόγητος η αμοιρολόγητη το αμοιρολόγητο
      γενική του αμοιρολόγητου της αμοιρολόγητης του αμοιρολόγητου
    αιτιατική τον αμοιρολόγητο την αμοιρολόγητη το αμοιρολόγητο
     κλητική αμοιρολόγητε αμοιρολόγητη αμοιρολόγητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμοιρολόγητοι οι αμοιρολόγητες τα αμοιρολόγητα
      γενική των αμοιρολόγητων των αμοιρολόγητων των αμοιρολόγητων
    αιτιατική τους αμοιρολόγητους τις αμοιρολόγητες τα αμοιρολόγητα
     κλητική αμοιρολόγητοι αμοιρολόγητες αμοιρολόγητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμοιρολόγητος < α- στερητικό + (μοιρολογώ_ μοιρολογη- + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αμοιρολόγητος, -η, -ο

  1. που δεν τον έχουν μοιρολογήσει, δεν του έχουν πει μοιρολόγια
  2. που δεν τον έχουν πενθήσει

Συνώνυμα επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία