μοιρολογημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μοιρολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μοιρολογώ
Μετοχή
επεξεργασίαμοιρολογημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μοιρολογώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία μοιρολογημένος
|
μοιρολογημένος, -η, -ο
|