μοιρολογημένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαμοιρολογημένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του μοιρολογημένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του μοιρολογημένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μοιρολογημένος