άκλαυτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άκλαυτος | η | άκλαυτη | το | άκλαυτο |
γενική | του | άκλαυτου | της | άκλαυτης | του | άκλαυτου |
αιτιατική | τον | άκλαυτο | την | άκλαυτη | το | άκλαυτο |
κλητική | άκλαυτε | άκλαυτη | άκλαυτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άκλαυτοι | οι | άκλαυτες | τα | άκλαυτα |
γενική | των | άκλαυτων | των | άκλαυτων | των | άκλαυτων |
αιτιατική | τους | άκλαυτους | τις | άκλαυτες | τα | άκλαυτα |
κλητική | άκλαυτοι | άκλαυτες | άκλαυτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άκλαυτος < αρχαία ελληνική ἄκλαυτος < α- στερητικό + κλαυ- (< κλαίω) + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαάκλαυτος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν κλάψει στο θάνατό του, δεν τον έχουν μοιρολογήσει
- που δεν έχει κλάψει, δεν έχει δακρύσει
Μεταφράσεις
επεξεργασία άκλαυτος
|