ἄκλαυτος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ἄκλαυτος -η -ον και ἄκλαυστος
- που δεν τον έχουν κλάψει στο θάνατό του, δεν τον έχουν μοιρολογήσει
- που δεν έχει κλάψει, δεν έχει δακρύσει
Δείτε επίσης : άκλαυτος |
ἄκλαυτος -η -ον και ἄκλαυστος