κλαμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κλαμένος | η | κλαμένη | το | κλαμένο |
γενική | του | κλαμένου | της | κλαμένης | του | κλαμένου |
αιτιατική | τον | κλαμένο | την | κλαμένη | το | κλαμένο |
κλητική | κλαμένε | κλαμένη | κλαμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κλαμένοι | οι | κλαμένες | τα | κλαμένα |
γενική | των | κλαμένων | των | κλαμένων | των | κλαμένων |
αιτιατική | τους | κλαμένους | τις | κλαμένες | τα | κλαμένα |
κλητική | κλαμένοι | κλαμένες | κλαμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλαμένος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κλαμένος < αρχαία ελληνική κεκλαυμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κλαίω
Μετοχή
επεξεργασίακλαμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κλαίω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κλαίω