Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαριόμοιρος η βαριόμοιρη το βαριόμοιρο
      γενική του βαριόμοιρου της βαριόμοιρης του βαριόμοιρου
    αιτιατική τον βαριόμοιρο τη βαριόμοιρη το βαριόμοιρο
     κλητική βαριόμοιρε βαριόμοιρη βαριόμοιρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαριόμοιροι οι βαριόμοιρες τα βαριόμοιρα
      γενική των βαριόμοιρων των βαριόμοιρων των βαριόμοιρων
    αιτιατική τους βαριόμοιρους τις βαριόμοιρες τα βαριόμοιρα
     κλητική βαριόμοιροι βαριόμοιρες βαριόμοιρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαριόμοιρος < βαριο- ( < βαρύς) + μοίρα

  Επίθετο επεξεργασία

βαριόμοιρος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία