Ετυμολογία

επεξεργασία
αδιαμοίραστα < αδιαμοίραστος

  Επίρρημα

επεξεργασία

αδιαμοίραστα

  1. χωρίς να έχει γίνει μοιρασιά
  2. χωρίς να μπορεί να γίνει μοιρασιά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία