Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδιαμοίραστα < αδιαμοίραστος

  Επίρρημα επεξεργασία

αδιαμοίραστα

  1. χωρίς να έχει γίνει μοιρασιά
  2. χωρίς να μπορεί να γίνει μοιρασιά

  Μεταφράσεις επεξεργασία