Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μερισματόγραφο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μερισματόγραφ
ο
τα
μερισματόγραφ
α
γενική
του
μερισματόγραφ
ου
των
μερισματόγραφ
ων
αιτιατική
το
μερισματόγραφ
ο
τα
μερισματόγραφ
α
κλητική
μερισματόγραφ
ο
μερισματόγραφ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μερισματόγραφο
<
μέρισμα
(
μερίσματ
ος
) +
-γραφο
(<
γράφω
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μερισματόγραφο
ουδέτερο
(
οικονομία
) η
μερισματαπόδειξη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μερισματόγραφο
→
δείτε
τη λέξη
μερισματαπόδειξη