Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαιρέσιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαιρέσιμ
ος
η
διαιρέσιμ
η
το
διαιρέσιμ
ο
γενική
του
διαιρέσιμ
ου
της
διαιρέσιμ
ης
του
διαιρέσιμ
ου
αιτιατική
τον
διαιρέσιμ
ο
τη
διαιρέσιμ
η
το
διαιρέσιμ
ο
κλητική
διαιρέσιμ
ε
διαιρέσιμ
η
διαιρέσιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαιρέσιμ
οι
οι
διαιρέσιμ
ες
τα
διαιρέσιμ
α
γενική
των
διαιρέσιμ
ων
των
διαιρέσιμ
ων
των
διαιρέσιμ
ων
αιτιατική
τους
διαιρέσιμ
ους
τις
διαιρέσιμ
ες
τα
διαιρέσιμ
α
κλητική
διαιρέσιμ
οι
διαιρέσιμ
ες
διαιρέσιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαιρέσιμος
<
αρχαία ελληνική
διαιρέσιμος
<
διαιρῶ
Επίθετο
επεξεργασία
διαιρέσιμος, -η, -ο
που μπορεί να
διαιρεθεί
Συγγενικά
επεξεργασία
διαίρεση
διαιρέσιμος
διαιρετέος
διαιρέτης
διαιρετικός
διαιρετός
διαιρετότητα
διαιρούμαι
διαιρώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαιρέσιμος
γαλλικά
:
divisible
(fr)