διαιρετότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαιρετότητα < διαιρετός + -ότητα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική divisibilité)
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαιρετότητα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη διαιρώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαιρετότητα