divisible
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
divisible | divisibles |
Επίθετο
επεξεργασία
divisible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΙσπανικά (es)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
divisible (es) αρσενικό ή θηλυκό