Επίθετο

επεξεργασία

divisible (en)

  1. διαιρετός, διαιρέσιμος



      ενικός         πληθυντικός  
divisible divisibles

  Επίθετο

επεξεργασία

divisible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (μαθηματικά) διαιρετός
  2. διαιρέσιμος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη diviser



  Επίθετο

επεξεργασία

divisible (es) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (μαθηματικά) διαιρετός, διαιρετέος
  2. διαιρέσιμος