Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαιρέω < (διά) δι- + αἱρέω / αἱρῶ

  Ρήμα επεξεργασία

διαιρέω / διαιρῶ

  Πηγές επεξεργασία