πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αδιαίρετο τα αδιαίρετα
      γενική του αδιαίρετου
& αδιαιρέτου
των αδιαίρετων
& αδιαιρέτων
    αιτιατική το αδιαίρετο τα αδιαίρετα
     κλητική αδιαίρετο αδιαίρετα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αδιαίρετο < ουδέτερο του αδιαίρετος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αδιαίρετο ουδέτερο

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία