Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
divide divides

divide (en)

  1. ορόσημο
  2. υδροκρίτης
ενεστώτας divide
γ΄ ενικό ενεστώτα divides
αόριστος divided
παθητική μετοχή divided
ενεργητική μετοχή dividing

divide (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) διαιρώ, χωρίζω σε μέρη
    ⮡  His property was divided in 4 parts.
    Η περιουσία του διαιρέθηκε σε 4 μέρη.
    ⮡  We divided the cake into pieces.
    Χωρίσαμε το κέικ σε κομμάτια.
    ⮡  The wardrobe is divided into three parts.
    Η ντουλάπα είναι χωρισμένη σε τρία τμήματα.
     συνώνυμα:  divvy up, partition και split up
  2. (μεταβατικό) μοιράζω, διαχωρίζω κάτι σε μέρη και δίνω ένα μερίδιο σε καθένα από έναν αριθμό διαφορετικών ανθρώπων, κτλ.
    ⮡  The two of them divided the profits in half.
    Μοιράσανε οι δυο τους τα κέρδη από μισά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη distribute
  3. (μεταβατικό & αμετάβατο, μαθηματικά) διαιρώ, διά
    ⮡  Don’t divide by zero!
    Μη διαιρέσεις με το μηδέν!
    ⮡  How much is three hundred divided by one hundred?
    Πόσο κάνει τριακόσια διά εκατό;
  4. (μεταβατικό) διχάζω, διαιρώ, κάνω τους ανθρώπους να διαφωνούν
    ⮡  The war divided the NATO countries.
    Ο πόλεμος δίχασε τις χώρες του NATO.
    ⮡  The civil war divided the Greeks.
    Ο εμφύλιος πόλεμος διαίρεσε τους Έλληνες.
    ⮡  divide and conquer - διαίρει και βασίλευε
  5. (αμετάβατο) διχάζομαι, διαιρούμαι, για δύο ή περισσότερα άτομα που διαφωνούν
    ⮡  Opinions are divided on this issue.
    Οι γνώμες διχάζονται σε αυτό το θέμα.
    ⮡  The experts appear divided as to the causes of the air tragedy.
    Οι εμπειρογνώμονες εμφανίζονται διαιρεμένοι ως προς τα αίτια της αεροπορικής τραγωδίας.