divide
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
divide | divides |
divide (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | divide |
γ΄ ενικό ενεστώτα | divides |
αόριστος | divided |
παθητική μετοχή | divided |
ενεργητική μετοχή | dividing |
divide (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) διαιρώ, χωρίζω σε μέρη
- (μεταβατικό) μοιράζω, διαχωρίζω κάτι σε μέρη και δίνω ένα μερίδιο σε καθένα από έναν αριθμό διαφορετικών ανθρώπων, κτλ.
- ↪ The two of them divided the profits in half.
- Μοιράσανε οι δυο τους τα κέρδη από μισά.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη distribute
- ↪ The two of them divided the profits in half.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, μαθηματικά) διαιρώ, διά
- ↪ Don’t divide by zero!
- Μη διαιρέσεις με το μηδέν!
- ↪ How much is three hundred divided by one hundred?
- Πόσο κάνει τριακόσια διά εκατό;
- ↪ Don’t divide by zero!
- (μεταβατικό) διχάζω, διαιρώ, κάνω τους ανθρώπους να διαφωνούν
- ↪ The war divided the NATO countries.
- Ο πόλεμος δίχασε τις χώρες του NATO.
- ↪ The civil war divided the Greeks.
- Ο εμφύλιος πόλεμος διαίρεσε τους Έλληνες.
- ↪ divide and conquer - διαίρει και βασίλευε
- ↪ The war divided the NATO countries.
- (αμετάβατο) διχάζομαι, διαιρούμαι, για δύο ή περισσότερα άτομα που διαφωνούν
- ↪ Opinions are divided on this issue.
- Οι γνώμες διχάζονται σε αυτό το θέμα.
- ↪ The experts appear divided as to the causes of the air tragedy.
- Οι εμπειρογνώμονες εμφανίζονται διαιρεμένοι ως προς τα αίτια της αεροπορικής τραγωδίας.
- ↪ Opinions are divided on this issue.
Πηγές
επεξεργασία- divide (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- divide (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 242. ISBN 9780194325684., λήμμα: διχάζω