divided
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαdivided (en)
- χωρισμένος, διαχωρισμένος, κομμένος στα δύο
- (για ψυχική κατάσταση) διχασμένος, αμφίρροπος, αναποφάσιστος, ταλαντευόμενος ανάμεσα σε δύο ή και περισσότερες αποφάσεις που αλληλοαναιρούνται
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαdivided (en)