Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διχασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διχασμέν
ος
η
διχασμέν
η
το
διχασμέν
ο
γενική
του
διχασμέν
ου
της
διχασμέν
ης
του
διχασμέν
ου
αιτιατική
τον
διχασμέν
ο
τη
διχασμέν
η
το
διχασμέν
ο
κλητική
διχασμέν
ε
διχασμέν
η
διχασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διχασμέν
οι
οι
διχασμέν
ες
τα
διχασμέν
α
γενική
των
διχασμέν
ων
των
διχασμέν
ων
των
διχασμέν
ων
αιτιατική
τους
διχασμέν
ους
τις
διχασμέν
ες
τα
διχασμέν
α
κλητική
διχασμέν
οι
διχασμέν
ες
διχασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
διχασμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
διχάζω
διχασμένος