Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βραχίων αρσενικό

Παράγωγα

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία



Ετυμολογία 1

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βρᾰχῑων- βρᾰχῑον-
ονομαστική βραχίων οἱ βραχίονες
      γενική τοῦ βραχίονος τῶν βραχιόνων
      δοτική τῷ βραχίον τοῖς βραχίοσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν βραχίον τοὺς βραχίονᾰς
     κλητική ! βραχῖον βραχίονες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βραχίονε
γεν-δοτ τοῖν  βραχιόνοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «γείτων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βραχίων < βραχύς Η ετυμολόγηση είναι αβέβαιη. Κατά την άποψη του λεξικογράφου Πολυδεύκη (Pollux), προέρχεται από το βραχίων, συγκριτικό βαθμό του επιθέτου βραχύς, επειδή το τμήμα αυτό του χεριού είναι μικρότερο από τον πήχυ («ὅτι ἐστὶ τοῦ πήχεως βραχύτερος»)] [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

βραχίων, -ων [ιωνικό με ῐ, αττική διάλεκτος με ῑ] (Χρειάζεται έλεγχος, αν υπάρχει ουδέτερο)

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.