Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βραχιόνιος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βραχιόνι
ος
η
βραχιόνι
ος
&
βραχιόνι
α
το
βραχιόνι
ο
γενική
του
βραχιόνι
ου
της
βραχιόνι
ου
&
βραχιόνι
ας
του
βραχιόνι
ου
αιτιατική
τον
βραχιόνι
ο
τη
βραχιόνι
ο
&
βραχιόνι
α
το
βραχιόνι
ο
κλητική
βραχιόνι
ε
βραχιόνι
ε
&
βραχιόνι
α
βραχιόνι
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βραχιόνι
οι
οι
βραχιόνι
οι
&
βραχιόνι
ες
τα
βραχιόνι
α
γενική
των
βραχιόνι
ων
των
βραχιόνι
ων
των
βραχιόνι
ων
αιτιατική
τους
βραχιόνι
ους
τις
βραχιόνι
ους
&
βραχιόνι
ες
τα
βραχιόνι
α
κλητική
βραχιόνι
οι
βραχιόνι
οι
&
βραχιόνι
ες
βραχιόνι
α
ομάδα '-ος -ος -ο & -α'
,
Κατηγορία
όπως «
ζημιογόνος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βραχιόνιος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
βραχιόνιος, -ος/-α, -ο
(
ανατομία
) που ανήκει ή αναφέρεται στο
βραχίονα
βραχιόνιο
οστό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βραχιόνιος
αγγλικά
:
humeral
(en)
γαλλικά
:
huméral
(fr)
το βραχιόνιο οστό
αγγλικά
:
humerus
(en)
γαλλικά
:
humérus
(fr)