χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βραχύτερος η βραχύτερη το βραχύτερο
      γενική του βραχύτερου της βραχύτερης του βραχύτερου
    αιτιατική τον βραχύτερο τη βραχύτερη το βραχύτερο
     κλητική βραχύτερε βραχύτερη βραχύτερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βραχύτεροι οι βραχύτερες τα βραχύτερα
      γενική των βραχύτερων των βραχύτερων των βραχύτερων
    αιτιατική τους βραχύτερους τις βραχύτερες τα βραχύτερα
     κλητική βραχύτεροι βραχύτερες βραχύτερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βραχύτερος < βραχ(ύς) + -ύτερος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vɾaˈçi.te.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρα‐χύ‐τε‐ρος

  Επίθετο

επεξεργασία

βραχύτερος

Συνώνυμα

επεξεργασία
  1. συντομότερος
  2. κοντότερος, κοντύτερος

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία