κοντύτερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαχωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κοντύτερος | η | κοντύτερη | το | κοντύτερο |
γενική | του | κοντύτερου | της | κοντύτερης | του | κοντύτερου |
αιτιατική | τον | κοντύτερο | την | κοντύτερη | το | κοντύτερο |
κλητική | κοντύτερε | κοντύτερη | κοντύτερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κοντύτεροι | οι | κοντύτερες | τα | κοντύτερα |
γενική | των | κοντύτερων | των | κοντύτερων | των | κοντύτερων |
αιτιατική | τους | κοντύτερους | τις | κοντύτερες | τα | κοντύτερα |
κλητική | κοντύτεροι | κοντύτερες | κοντύτερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακοντύτερος
- συγκριτικός βαθμός του κοντός: πιο κοντός