ψηλότερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαχωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ψηλότερος | η | ψηλότερη | το | ψηλότερο |
γενική | του | ψηλότερου | της | ψηλότερης | του | ψηλότερου |
αιτιατική | τον | ψηλότερο | την | ψηλότερη | το | ψηλότερο |
κλητική | ψηλότερε | ψηλότερη | ψηλότερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ψηλότεροι | οι | ψηλότερες | τα | ψηλότερα |
γενική | των | ψηλότερων | των | ψηλότερων | των | ψηλότερων |
αιτιατική | τους | ψηλότερους | τις | ψηλότερες | τα | ψηλότερα |
κλητική | ψηλότεροι | ψηλότερες | ψηλότερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψηλότερος < ψηλ-ότερος, συγκριτικός βαθμός του ψηλός
Επίθετο
επεξεργασίαψηλότερος, -η, -ο (και υψηλότερος)
- που είναι πιο ψηλός
- Ο Κώστας είναι ψηλότερος από τον Ηλία
- που βρίσκεται πιο ψηλά
- η ομάδα είναι ψηλότερη στη βαθμολογία
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- ψηλότερα (επίρρημα)