Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψηλότερος η ψηλότερη το ψηλότερο
      γενική του ψηλότερου της ψηλότερης του ψηλότερου
    αιτιατική τον ψηλότερο την ψηλότερη το ψηλότερο
     κλητική ψηλότερε ψηλότερη ψηλότερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψηλότεροι οι ψηλότερες τα ψηλότερα
      γενική των ψηλότερων των ψηλότερων των ψηλότερων
    αιτιατική τους ψηλότερους τις ψηλότερες τα ψηλότερα
     κλητική ψηλότεροι ψηλότερες ψηλότερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψηλότερος < ψηλ-ότερος, συγκριτικός βαθμός του ψηλός

  Επίθετο επεξεργασία

ψηλότερος, -η, -ο (και υψηλότερος)

  1. που είναι πιο ψηλός
    Ο Κώστας είναι ψηλότερος από τον Ηλία
  2. που βρίσκεται πιο ψηλά
    η ομάδα είναι ψηλότερη στη βαθμολογία

Ταυτόσημο επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία