Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εθελόντρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
εθελόντρι
α
οι
εθελόντρι
ες
γενική
της
εθελόντρι
ας
των
εθελοντρι
ών
αιτιατική
την
εθελόντρι
α
τις
εθελόντρι
ες
κλητική
εθελόντρι
α
εθελόντρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εθελόντρια
<
εθελοντής
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εθελόντρια
θηλυκό
→
δείτε
τη λέξη
εθελοντής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εθελόντρια
γαλλικά
:
volontaire
(fr)