ιστεντίζω
Καππαδοκικά (cpg)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ιστεντίζω < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική استمك (τουρκική istemek αόριστος istedi + -ίζω) < προέλευσης από την πρωτοτουρκική
Προφορά
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ιστεντίζω
- θέλω, επιθυμώ
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις ισταχλαντίζω, αρζουλαντίζω, ντιλεντίζω και χαβασλαντίζω, επίσης θέλω
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ιστάχι (όρεξη, διάθεση)
Πηγές
επεξεργασία
- ιστεντίζω - ⌘ Ιστορικό Λεξικό των ιδιωμάτων της Καππαδοκίας (ΙΛΙΚ) online στην Ακαδημία Αθηνών, 2025- (συντομογραφίες, φωνητικά σύμβολα, βιβλιογραφία)
- Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 10.
- istemek - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν