Θεού θέλοντος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Θεού θέλοντος < αρχαία ελληνική θεοῦ θέλοντος → δείτε την έκφραση: θεοῦ θέλοντος[1]
Έκφραση
επεξεργασίαΘεού θέλοντος
- (λόγιο) αν είναι κατάλληλες οι συνθήκες και επιτρέψουν να γίνει κάτι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- ινς αλλάχ / ινσαλλάχ
- στα αρχαία ελληνικά: Διὸς θέλοντος
- στα αρχαία ελληνικά: εἰ θεὸς θέλοι
- στα λατινικά: deo volente
Μεταφράσεις
επεξεργασία Θεού θέλοντος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v.- θέλω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- θέλω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- θέλω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- θέλω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)