Ετυμολογία

επεξεργασία
built-in < → δείτε τις λέξεις built και in

  Επίθετο

επεξεργασία

built-in (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. ενσωματωμένος, εντοιχιζόμενος
    ⮡  The (telephone) handset is an attachment with a built-in microphone and earpiece.
    Το ακουστικό τηλεφώνου είναι εξάρτημα με ενσωματωμένο μικρόφωνο και ακουστικό.
    ⮡  built-in appliances - εντοιχιζόμενες συσκευές
     συνώνυμα: baked-in (αδιαχώριστος)
  2. (λογισμικό) δυνατότητα, χαρακτηριστικό, λειτουργία που είναι αναπόσπαστο μέρος λογισμικού, εφαρμογής, κλπ
    ※  It has built-in data structures, combined with dynamic binding and typing, makes it an ideal choice for rapid application development.[1]
    λείπει η μετάφραση
    ※  Many data structure needs can be met with the built-in list type. (Python tutorial) [2]
    «Πολλές ανάγκες δομής δεδομένων μπορούν να αντιμετωπιστούν με τον ενσωματωμένο τύπο λίστας.»

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία