built-in
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαbuilt-in (en) (χωρίς παραθετικά)
- ενσωματωμένος, εντοιχιζόμενος
- ⮡ The (telephone) handset is an attachment with a built-in microphone and earpiece.
- Το ακουστικό τηλεφώνου είναι εξάρτημα με ενσωματωμένο μικρόφωνο και ακουστικό.
- ⮡ built-in appliances - εντοιχιζόμενες συσκευές
- ≈ συνώνυμα: baked-in (αδιαχώριστος)
- ⮡ The (telephone) handset is an attachment with a built-in microphone and earpiece.
- (λογισμικό) δυνατότητα, χαρακτηριστικό, λειτουργία που είναι αναπόσπαστο μέρος λογισμικού, εφαρμογής, κλπ
- ※ It has built-in data structures, combined with dynamic binding and typing, makes it an ideal choice for rapid application development.[1]
- → λείπει η μετάφραση
- ※ Many data structure needs can be met with the built-in list type. (Python tutorial) [2]
- «Πολλές ανάγκες δομής δεδομένων μπορούν να αντιμετωπιστούν με τον ενσωματωμένο τύπο λίστας.»
- ※ It has built-in data structures, combined with dynamic binding and typing, makes it an ideal choice for rapid application development.[1]
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ (αγγλικά) What is Python?. Πρόσβαση 2020-04-10
- ↑ (αγγλικά) 11. Brief Tour of the Standard Library — Part II / 11.7. Tools for Working with Lists https://docs.python.org/3.7/tutorial/stdlib2.html. Αρχειοθέτηση 2020-01-07. Προσπέλαση 2020-09-16.