παραθετικά
θετικός baked-in
συγκριτικός more baked-in
υπερθετικός most baked-in

baked-in (en)

  1. ενσωματωμένος
     συνώνυμα: built-in
  2. αδιαχώριστος
     συνώνυμα: inseparable