inseparable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | inseparable |
συγκριτικός | more inseparable |
υπερθετικός | most inseparable |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαinseparable (en)
- αδιαχώριστος, που δεν μπορούν να διαχωριστούν
- ⮡ The form of art is inseparable from its content.
- Η μορφή ενός έργου τέχνης είναι αδιαχώριστη από το περιεχόμενό του.
- ⮡ The form of art is inseparable from its content.
- αχώριστος, αναποχώριστος, για άτομα που περνούν τον περισσότερο χρόνο μαζί και είναι πολύ καλοί φίλοι
- ⮡ The two are inseparable companions.
- Οι δυο τους είναι αχώριστοι σύντροφοι.
- ⮡ an inseparable friend - αναποχώριστος φίλος
- ≈ συνώνυμα: joined at the hip
- ⮡ The two are inseparable companions.