παραθετικά
θετικός inseparable
συγκριτικός more inseparable
υπερθετικός most inseparable

  Ετυμολογία

επεξεργασία
inseparable < in- + separable

  Επίθετο

επεξεργασία

inseparable (en)

  1. αδιαχώριστος, που δεν μπορούν να διαχωριστούν
    ⮡  The form of art is inseparable from its content.
    Η μορφή ενός έργου τέχνης είναι αδιαχώριστη από το περιεχόμενό του.
  2. αχώριστος, αναποχώριστος, για άτομα που περνούν τον περισσότερο χρόνο μαζί και είναι πολύ καλοί φίλοι
    ⮡  The two are inseparable companions.
    Οι δυο τους είναι αχώριστοι σύντροφοι.
    ⮡  an inseparable friend - αναποχώριστος φίλος
     συνώνυμα: joined at the hip