Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενσωματωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ενσωματωμέν
ος
η
ενσωματωμέν
η
το
ενσωματωμέν
ο
γενική
του
ενσωματωμέν
ου
της
ενσωματωμέν
ης
του
ενσωματωμέν
ου
αιτιατική
τον
ενσωματωμέν
ο
την
ενσωματωμέν
η
το
ενσωματωμέν
ο
κλητική
ενσωματωμέν
ε
ενσωματωμέν
η
ενσωματωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ενσωματωμέν
οι
οι
ενσωματωμέν
ες
τα
ενσωματωμέν
α
γενική
των
ενσωματωμέν
ων
των
ενσωματωμέν
ων
των
ενσωματωμέν
ων
αιτιατική
τους
ενσωματωμέν
ους
τις
ενσωματωμέν
ες
τα
ενσωματωμέν
α
κλητική
ενσωματωμέν
οι
ενσωματωμέν
ες
ενσωματωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
Επεξεργασία
ενσωματωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ενσωματώνω
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
ενσωματωμένος
αγγλικά
:
built-in
(en)
,
embedded
(en)
γαλλικά
:
incorporé
(fr)