• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

intrinsic

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Συνώνυμα

Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ɪnˈtrɪnsɪk/

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

intrinsic (en)

  • {επιστημονικός και καθημερινός όρος) εγγενής, σύμφυτος, συμφυής, ενδογενής, εσωτερικός

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • inherent
  • innate
  • inborn
  • inbred
  • congenital

Επίσης

  • basic
  • built-in
  • connate
  • connatural
  • constitutional
  • constitutive
  • deep-rooted
  • elemental
  • essential
  • fundamental
  • indelible
  • ineradicable
  • ineffaceable
  • ingrained
  • inseparable
  • integral
  • natural, belonging naturally
  • native
  • necessary
  • permanent
  • underlying
  • vital
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=intrinsic&oldid=5300235"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Οκτωβρίου 2021, στις 22:05

Γλώσσες

    • Català
    • English
    • Español
    • Eesti
    • فارسی
    • Suomi
    • Français
    • Magyar
    • Հայերեն
    • Bahasa Indonesia
    • Ido
    • ಕನ್ನಡ
    • 한국어
    • Kurdî
    • മലയാളം
    • မြန်မာဘာသာ
    • Oromoo
    • Polski
    • Português
    • Русский
    • Simple English
    • Svenska
    • தமிழ்
    • తెలుగు
    • اردو
    • Tiếng Việt
    • Walon
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Οκτωβρίου 2021, στις 22:05.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie