• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

intrinsic

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Συνώνυμα

Αγγλικά (en) Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ɪnˈtrɪnsɪk/

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

intrinsic (en)

  • {επιστημονικός και καθημερινός όρος) εγγενής, σύμφυτος, συμφυής, ενδογενής, εσωτερικός

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • inherent
  • innate
  • inborn
  • inbred
  • congenital

Επίσης

  • basic
  • built-in
  • connate
  • connatural
  • constitutional
  • constitutive
  • deep-rooted
  • elemental
  • essential
  • fundamental
  • indelible
  • ineradicable
  • ineffaceable
  • ingrained
  • inseparable
  • integral
  • natural, belonging naturally
  • native
  • necessary
  • permanent
  • underlying
  • vital
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=intrinsic&oldid=4061367"
Τελευταία επεξεργασία στις 8 Αυγούστου 2019, στις 18:57

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 8 Αυγούστου 2019, στις 18:57.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie