Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
intrinsic
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Προφορά
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ɪnˈtrɪnsɪk
/
Επίθετο
επεξεργασία
intrinsic
(en)
{
επιστημονικός και καθημερινός όρος
)
εγγενής
,
σύμφυτος
,
συμφυής
,
ενδογενής
,
εσωτερικός
Συνώνυμα
επεξεργασία
inherent
innate
inborn
inbred
congenital
Επίσης
basic
built-in
connate
connatural
constitutional
constitutive
deep-rooted
elemental
essential
fundamental
indelible
ineradicable
ineffaceable
ingrained
inseparable
integral
natural
, belonging naturally
native
necessary
permanent
underlying
vital