ενδογενής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ενδογενής | η | ενδογενής | το | ενδογενές |
γενική | του | ενδογενούς* | της | ενδογενούς | του | ενδογενούς |
αιτιατική | τον | ενδογενή | την | ενδογενή | το | ενδογενές |
κλητική | ενδογενή(ς) | ενδογενής | ενδογενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ενδογενείς | οι | ενδογενείς | τα | ενδογενή |
γενική | των | ενδογενών | των | ενδογενών | των | ενδογενών |
αιτιατική | τους | ενδογενείς | τις | ενδογενείς | τα | ενδογενή |
κλητική | ενδογενείς | ενδογενείς | ενδογενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ενδογενής < αρχαία ελληνική ἐνδογενής <γίγνομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /en.ðo.ʝeˈnis/ αρσενικό ή θηλυκό
- ΔΦΑ : /en.ðo.ʝeˈnes/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίαενδογενής, -ής, -ές
- που δημιουργείται από εσωτερικά αίτια, χωρίς εξωτερικούς παράγοντες
- που γεννιέται μέσα στον ίδιο του τον οργανισμό
- (γεωλογία) ενδογενής διεργασία : η δραστηριότητα στο εσωτερικό της Γης που προκαλεί φαινόμενα (εκρήξεις, σεισμοί κ.λπ.) στην επιφάνειά της
- (γεωλογία) ενδογενές πέτρωμα : το πέτρωμα που προέρχεται από υλικά του εσωτερικού της Γης
- (βοτανική) ενδογενή : τα ανατομικά στοιχεία του φυτού, που δημιουργούνται από τα εσωτερικά κύτταρα των ιστών του
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- λόγιο ενδογενές δάνειο (γλωσσολογία)