↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδογενής η ενδογενής το ενδογενές
      γενική του ενδογενούς* της ενδογενούς του ενδογενούς
    αιτιατική τον ενδογενή την ενδογενή το ενδογενές
     κλητική ενδογενή(ς) ενδογενής ενδογενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδογενείς οι ενδογενείς τα ενδογενή
      γενική των ενδογενών των ενδογενών των ενδογενών
    αιτιατική τους ενδογενείς τις ενδογενείς τα ενδογενή
     κλητική ενδογενείς ενδογενείς ενδογενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενδογενής < αρχαία ελληνική ἐνδογενής <γίγνομαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /en.ðo.ʝeˈnis/ αρσενικό ή θηλυκό
ΔΦΑ : /en.ðo.ʝeˈnes/ ουδέτερο

  Επίθετο

επεξεργασία

ενδογενής, -ής, -ές

  1. που δημιουργείται από εσωτερικά αίτια, χωρίς εξωτερικούς παράγοντες
  2. που γεννιέται μέσα στον ίδιο του τον οργανισμό
  3. (γεωλογία) ενδογενής διεργασία : η δραστηριότητα στο εσωτερικό της Γης που προκαλεί φαινόμενα (εκρήξεις, σεισμοί κ.λπ.) στην επιφάνειά της
  4. (γεωλογία) ενδογενές πέτρωμα : το πέτρωμα που προέρχεται από υλικά του εσωτερικού της Γης
  5. (βοτανική) ενδογενή : τα ανατομικά στοιχεία του φυτού, που δημιουργούνται από τα εσωτερικά κύτταρα των ιστών του

Αντώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία