ενδογενής
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ενδογενής < αρχαία ελληνική ἐνδογενής <γίγνομαι
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /en.ðo.ʝeˈnis/ αρσενικό ή θηλυκό
- ΔΦΑ : /en.ðo.ʝeˈnes/ ουδέτερο
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ενδογενής, -ής, -ές
- που δημιουργείται από εσωτερικά αίτια, χωρίς εξωτερικούς παράγοντες
- που γεννιέται μέσα στον ίδιο του τον οργανισμό
- (γεωλογία) ενδογενής διεργασία : η δραστηριότητα στο εσωτερικό της Γης που προκαλεί φαινόμενα (εκρήξεις, σεισμοί κ.λπ.) στην επιφάνειά της
- (γεωλογία) ενδογενές πέτρωμα : το πέτρωμα που προέρχεται από υλικά του εσωτερικού της Γης
- (βοτανική) ενδογενή : τα ανατομικά στοιχεία του φυτού, που δημιουργούνται από τα εσωτερικά κύτταρα των ιστών του
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- λόγιο ενδογενές δάνειο (γλωσσολογία)